νείδι

νείδι
το позор, бесчестье;

§ κάλλιο τού χάρου σκέπασμα παρά τού κόσμου νείδι — посл, лучше смерть, чем бесчестье


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "νείδι" в других словарях:

  • νείδι — το 1. προσβολή τής τιμής κάποιου, ατίμωση, όνειδος 2. παροιμ. «κάλλιο τού Χάρου σκέπασμα παρά τού κόσμου νείδι» είναι προτιμότερος ο θάνατος από την ατίμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. από το ρ. νειδ ίζω (πρβλ. διασκέλι < διασκελίζω] …   Dictionary of Greek

  • νειδίζω — και νείζω προσβάλλω την τιμή κάποιου, ονειδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνειδίζω με σίγηση τού αρκτικού άτονου ο . Ο τ. νείζω < νείδι (πρβλ. πριονίζω: πριονίδι)] …   Dictionary of Greek

  • νεκροστόλια — τα τα στολίδια τού νεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το νεκροστολίζω (πρβλ. νείδι < νειδίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ξεκλήρι — το 1. ακληρία 2. ξεκλήρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχημ. από ξεκληρίζω (πρβλ. νειδίζω: νείδι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»